THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Υγρό.

Αγκάλιασα την ηδονή.
Την έχωσα κάτω απ'το μαξιλάρι μου για να ποτίσει τoν εγκέφαλό μου.
Μολύνθηκα.
Θύμωσα.
Μετά την άρπαξα βίαια και το ίδιο βίαια την έχωσα στο συρτάρι και την κλείδωσα.
Την προσπέρασα για λίγο.

Εθίστηκα σ'αυτή.
Μούσκεψα τα σεντόνια κι ύστερα τα χάιδευα για να θυμάμαι που την είχα ακουμπήσει.
Ξέπλενα τα πνευμόνια μου με τα μάτια κλειστά πάνω απ'τις σταγόνες της κι ύστερα φανταζόμουν τη φασαρία της να πλημυρίζει τ'αυτιά μου.
Την αναζητούσα στα μάτια τυφλών περαστικών κι όταν μ’ έπειθα πως την έχω, την κουβαλούσα στο κρεβάτι κάτω απ'το πάπλωμα και την χτυπούσα μέχρι να τσιρίξει και να πεθάνει.
Την έβρισκα σε σώματα ημερωμένα.
Τους έσκιζα το τέλειο δέρμα και την ξεκολλούσα απο πάνω τους σα να μην ήταν ποτέ δικιά τους.
Δεν ήταν.
Την άφηνα ν'αναπνεύσει για λίγο και μετά την μοίραζα στα κύτταρα μου κι αρρώσταινα το αίμα μου.
Μου λείπει.
Όποιος κι αν είσαι την έχεις.
Και είναι δική μου.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Αυτή

Γεννήθηκε αρχές του 90’
Έκλαψε όταν απ’ το κλουβί έμεινε ελεύθερη σε μια τόσο απέραντη φυλακή.

Μετά την τύλιξαν και την πήραν τσαλακωμένη σπίτι.

Όταν ξετυλίχτηκε μετά από κόπο
Έμεινε γυμνή να κοιτάζει τα χρώματα
Δεν ταίριαζαν με το δέρμα της

Αποφάσισε να φτιάξει μια στολή

Όταν σκοτείνιαζε αφηνίαζε
Είχε ταλέντο να μουτζουρώνει στο μυαλό της
Κι όταν της έμαθαν να ζωγραφίζει
Φοβήθηκε μήπως κάποιο βράδυ δεν θα μπορέσει να βγάλει τη στολή

Την μάζεψαν προσεκτικά απ' το πάτωμα
Και την πήγαν σπίτι


Αγάπησε σκληρές ιδέες
Που δεν ταίριαξαν με την στολή της

Δεν ήθελε την αγκαλιά
Ούτε την παραδεχόταν
Την έδιωχνε ουρλιάζοντας
Την ένιωθε σα βιασμό
Αλλά ταίριαζε στο δέρμα της.

Πάει κάπως έτσι...

...σα να είσαι κάπου που δεν έχει ήχο, ή μάλλον θόρυβο, και δεν έχει ούτε ανθρώπους ούτε φύση, ούτε τίποτα που να μπορείς να δεις κι έτσι μαθαίνεις να βλέπεις το σκοτάδι.

...κι εκεί που προχωράς προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια του αέρα, ξαφνικά δεν υπάρχουν ατέλειες πουθενά, τίποτα να σε ρίξει στο χώμα ούτε θόρυβοι να σε κάνουν να φανταστείς μια χρωματιστή δράση.

Αδράνια.

Το πάτωμα χάνεται για να χαθεί και η τελευταία αίσθηση τριβής.

Τίποτα δε σε φθείρει τώρα.
Μένεις να αιωρείσαι αναλλοίωτος.

Χαμογελάς στην ιδέα της τελειότητας σου μέσα σε κάτι τόσο άδειο.

Αποφασίζεις να το βαφτίσεις ‘εγώ’ και σωριάζεσαι ευτυχισμένος στο τίποτα που έγινες.